- ἐνέσεων
- ἐνέσεω̆ν , ἔνεσιςinjectionfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απογαλακτισμός — Η διακοπή της γαλουχίας στα βρέφη και γενικά στα θηλαστικά. Ο α. στα βρέφη αρχίζει όταν συμπληρώσουν τον τρίτο μήνα της ζωής τους και πραγματοποιείται με την αντικατάσταση ενός θηλασμού με ένα γεύμα γάλακτος. Βαθμιαία, τα γεύματα αυτά… … Dictionary of Greek
κωδεΐνη — Αλκαλοειδές με χημικό τύπο C18H21O3N, το οποίο είναι ένα από τα δραστικά συστατικά που συναντάται στο όπιο σε μεταβλητές αναλογίες (0,7 2,5%), ενώ είναι συγγενές προς τη μορφίνη. Ονομάζεται και μεθυλομορφίνη. Μπορεί να απομονωθεί από το όπιο,… … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
νοβοκαϊνοθεραπεία — η η χρησιμοποίηση τής νοβοκαΐνης υπό μορφή ενέσεων που επαναλαμβάνονται περιοδικά, ως φαρμάκου στη γηριατρική, αλλ. μέθοδος Ασλάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοβοκαΐνη + θεραπεία] … Dictionary of Greek
φλουοροουρακίλη — η, Ν (φαρμ.) κυτταροστατικό φάρμακο, ανταγωνιστικό τής πυριμιδίνης, χρησιμοποιούμενο στη θεραπεία τού μαστού, τού στομάχου, τού εντέρου, τού παγκρέατος, τών ωοθηκών κ.α. υπό μορφή ενέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
φουροσεμίδη — η, Ν (φαρμ.) διουρητικό ταχείας δράσεως, το οποίο χρησιμοποιείται υπό μορφή δισκίων στη θεραπεία τών οιδημάτων και τής αρτηριακής υπέρτασης και υπό μορφή ενέσεων στις υπερτασικές κρίσεις, στο οξύ πνευμονικό οίδημα κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο… … Dictionary of Greek
Φιλάτοφ, Βλαντιμίρ Πέτροβιτς — (1875 – 1956). Σοβιετικός οφθαλμίατρος. Διετέλεσε διευθυντής του Οφθαλμολογικού Ινστιτούτου της Ουκρανίας και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ (1944). Οι εργασίες του αφορούν τη μεταμόσχευση κερατοειδούς και τις μεταμοσχεύσεις… … Dictionary of Greek
Φλωράς, Θεόδωρος — (Σιάτιστα 1862 – Κωνσταντινούπολη 1916). Γιατρός και λόγιος. Τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Λιψία. Την εποχή εκείνη εργάστηκε ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό Κλειώ, που εκδιδόταν εκεί και κατά καιρούς,… … Dictionary of Greek